- βουκόλου
- βούκολοςtending kinemasc gen sgβουκόλοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βουκόλου — Βουκόλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CORSICA — Insul in mari Ligustico, inter Sardiniam et Italiam sita. A Cyrno, patre Batti, Herculis filio dicta fuit Κύρνος, ut placet Fabio Pictori, cum antea Therapne vocaretur. A Corsica vero muliere, forsan ἀπὸ κόρσης, δούλης βουκόλου dicta, cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
επίσταμαι — ἐπίσταμαι (AM) 1. γνωρίζω πώς να κάνω κάτι, είμαι ικανός να ενεργήσω («ὅστις ἐπίσταιτο ᾖσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι βέβαιος, έχω πεποίθηση («ἐπίστασθαι ὡς βουκόλου τοῡ Ἀστυάγεος εἴη παῑς», Ηρόδ.) 3. γνωρίζω καλά («πολλὰ δ’ ἐπίστατο … Dictionary of Greek
θεοπρόπος — (5oς αι. π.Χ.). Χαλκουργός από την Αίγινα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι κατασκεύασε έναν χάλκινο ταύρο για λογαριασμό των Κερκυραίων, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στο ιερό των Δελφών. To ιστορικό του ταύρου είναι το ακόλουθο: Κάποτε στην Κέρκυρα, ένας… … Dictionary of Greek
ποιμενικός — ή, ό / ποιμενικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιμήν, μένος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, στον βοσκό, ο βουκολικός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ποιμενικό α) η βουκολική ποίηση β) μουσ. σύνθεση με την οποία επιζητείται η μίμηση τής μουσικής τών… … Dictionary of Greek
υποβουκόλος — ὁ, Α βοηθός βουκόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βουκόλος «βοσκός»] … Dictionary of Greek
ВУКОЛ — [греч. Βουκόλος] († ок. 100/105), свт. (пам. 6 февр.). В анонимном Житии сщмч. Поликарпа, еп. Смирнского, приписываемом Псевдо Пионию (IV в.) (BHG, N 1561), упоминается о том, что В. был рукоположен во епископа г. Смирна (М. Азия) ап. Павлом (в… … Православная энциклопедия